καρφιτσώνω

καρφιτσώνω
καρφίτσωσα, καρφιτσώθηκα, καρφιτσωμένος, συνδέω με καρφίτσα: Τα καρφίτσωσα τα φύλλα αυτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρφιτσώνω — καρφιτσώνω, καρφίτσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καρφιτσώνω — [καρφίτσα] συνδέω με καρφίτσα …   Dictionary of Greek

  • αποπερονώ — ἀποπερονῶ (άω) (Α) στερεώνω κάτι με περόνη, καρφιτσώνω …   Dictionary of Greek

  • καρφίτσωμα — το [καρφιτσώνω] η σύνδεση με καρφίτσα, η συρραφή με καρφίτσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”